καρβάνι(ον)

καρβάνι(ον)
καρβάνιον και καρβάνι και κερβάνι τὸ (Μ)
καραβάνι*, ομάδα εμπόρων οδοιπόρων ή προσκυνητών με καμήλες και άλλα υποζύγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kirvan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… …   Dictionary of Greek

  • καρβανάρος — ο [καρβάνι] οδηγός αλόγων …   Dictionary of Greek

  • caravană — CARAVÁNĂ, caravane, s.f. 1. Convoi de oameni şi de animale de povară (de obicei cămile), care transportă mărfuri, bagaje etc. prin pustiuri sau prin stepe. ♦ Convoi de vehicule împreună cu călătorii din ele, care parcurg împreună acelaşi drum. ♦… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”